- ἐνζώννυμι
- ἐνζώννῡμι, [tense] aor. 1 -έζωσα,A gird,
ἑαυτόν Plu.Sull.28
:—[voice] Med.,ἐνεζωσμένοι κῴδια Dicaearch.2.8
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἑαυτόν Plu.Sull.28
:—[voice] Med.,ἐνεζωσμένοι κῴδια Dicaearch.2.8
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ενζώννυμι — ἐνζώννυμι (Α) [ζώννυμι] ζώνω, περιζώνω, περικλείω, περιβάλλω («καλωδίου δέ ἄνωθεν ἀφεθέντος, ἐνζώσας ἑαυτὸν ἀνελήφθη πρὸς τὸ πλῆθος», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
ζώνω — (AM ζώννυμι και ζωννύω, Μ και ζώνω) 1. (ενεργ. και μέσ.) περιβάλλω τη μέση με ζώνη, με ζωστήρα, περιζώνω ή αναρτώ κάτι από τη μέση με ζωστήρα (α. «έζωσε τη μέση του» β. «εζώστηκε το σπαθί του, τ άρματα του») 2. περικυκλώνω, περικλείω, πολιορκώ… … Dictionary of Greek